- στεριφεύομαι
- Α [στέριφος (II)]1. είμαι στείρος, άγονος2. (κατά τον Ησύχ.) «παρθενεύομαι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεριφευομένη — στεριφεύομαι to be unmarried pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)